You are currently viewing Η Ελλη θέλει σκότωμα

Η Ελλη θέλει σκότωμα

Η Ελλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα…

Η ιστορία της Έλλης από τα Βουρλά που έγινε τραγούδι μέσα από την έρευνα του φιλόλογου Θοδωρή Κοντάρα.

Ύστερα από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ (αρ. φύλλου 403, Νοέμβριος 2009) κάποιων στοιχείων που συνέλεξα από πρόσφυγες για την περίφημη Βουρλιωτίνα Έλλη, η οποία λέγεται ότι ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι, η Ελλη θέλει σκότωμα, γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1910, κάποιο μεσημέρι δέχθηκα ένα τηλεφώνημα-έκπληξη.

θοδωρης κονταρας

Μου έγραψε, λοιπόν, η κυρία Ελένη ένα μακροσκελές γράμμα, με πολλές πληροφορίες από πρώτο (και αδιαμφισβήτητο) χέρι για τη γιαγιά της, το οποίο παραθέτω εδώ ατόφιο, εκτός από μερικές συμπληρώσεις που έγιναν εκ των υστέρων, για την καλύτερη πληροφόρηση των αναγνωστών. Ευχαριστώ ολόθερμα την κ. Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη για τη σπουδαία και μοναδική παρέμβασή της πάνω στο δύσκολο αυτό θέμα και για τη χαρά της συνομιλίας μας.


Θοδωρής Κοντάρας


Η γιαγιά μου η Ελλη

Η γιαγιά μου Έλλη γεννήθηκε γύρω στα 1886 στα Βουρλά της Ιωνίας. Το κανονικό της όνομα ήταν Ελένη – αυτό που έδωσαν και σε μένα – αλλά οι Βουρλιώτες συνήθιζαν πολύ ως υποκοριστικό του Ελένη το όνομα Έλλη. Το πατρικό της επίθετο ήταν Τενεκίδου και είχε ακόμη έναν αδελφό μεγαλύτερό της, το Μίλτο.

Καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της πόλης, με συγγενείς που σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Από την οικογένεια Τενεκίδου καταγόταν και η μητέρα του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Η γιαγιά μου έλεγε ότι ο εφοπλιστής Κιουζές-Πεζάς ήταν συγγενής της και ότι είχε ένα θείο πρέσβη, ο οποίος την καλούσε πολύ συχνά στο σπίτι του.


Όταν ήταν οκτώ μηνών, οι γονείς της την πήγαν σε ένα πανηγύρι, όπου ο πατέρας της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα. Η ίδια έλεγε πολλές φορές ότι, ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό, φάνηκε πως από μικρή δεν είχε καλό ριζικό. Θεωρούσε πολύ άτυχο τον εαυτό της, σχεδόν από τότε που γεννήθηκε.

Η μητέρα της Στέλλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Λαμπρικίδη και τα τρία παιδιά τους, ο Αριστείδης, ο Λάμπρος κι η Ελπινίκη, σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή και έγιναν εκλεκτά μέλη της κοινωνίας, ακόμη κι όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Η Έλλη κράτησε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους συγγενείς της, τόσο εκείνη, όσο και τα παιδιά της.


Τα χρόνια πέρασαν, η Έλλη μεγάλωσε κι έγινε μια καλή και πολύ όμορφη κοπέλα. Ήταν καλλονή και πολλά παλικάρια την καλόβλεπαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης Περιβόλας, γόνος της γνωστής βουρλιώτικης οικογένειας των Πρεβολαίων ή Περιβολαίων, όμορφο παλικάρι, πολύ άντρας, ψηλός, λεβέντης, με μεγάλη περιουσία. Μόνο που δεν ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη με την Έλλη.

Η γιαγιά μου έλεγε ότι ήταν αρχοντοχωριάτης. Αυτό ήταν εμπόδιο για το γάμο τους, όμως ο παππούς Γιάννης το έλυσε, κλέβοντας τη γιαγιά! Έτσι, παντρεύτηκαν αναγκαστικά σε σχεδόν εφηβική ηλικία κι έκαναν έξι παιδιά, από τα οποία έζησαν τα πέντε: ο Κώστας, ο Σωτήρης, η Ξανθή, η Αλκυόνη και η Στέλλα.


Περνούσαν καλά ως αντρόγυνο και της γιαγιάς δεν της έλειψε κανένα υλικό αγαθό. Είχε πολλά χρυσαφικά, διαμαντικά, γούνες και βοηθητικό προσωπικό. Βέβαια, πολλοί ξένοι, αλλά και συγγενείς του παππού απορούσαν πώς κατάφερε η Έλλη να ημερέψει εκείνον το δυνατό άντρα. Μας έλεγε ότι το μυστικό ήταν η γλυκιά της γλώσσα, η άψογη συμπεριφορά της και η καλή της ανατροφή. Τα παιδιά της δεν της έμοιασαν στη γλυκιά τη γλώσσα και συχνά τους αποκαλούσε χωριατο-Πρεβόληδες!


Η γιαγιά μου ήταν καλή νοικοκυρά και σπουδαία μαγείρισσα. Μέχρι σήμερα εκτελώ ανελλιπώς τη συνταγή της με τα κουλουράκια τα σμυρναίικα και πολλές άλλες συνταγές. Μου έλεγε επίσης ότι, όταν έφτανε η ώρα να έρθει ο άντρας της, άλλαζε φόρεμα και χτενιζόταν, για να τη βρει περιποιημένη και καθαρή.

Ο παππούς Γιάννης πήγε κάποτε να υπηρετήσει στο στρατό και η γιαγιά με τα παιδιά της έμεινε με τα αδέλφια του άντρα της. Τα κουνιάδια όμως, για δικούς τους λόγους, δεν την συμπαθούσαν, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Άρχισαν να την αδικούν, να μην της δίνουν το μερίδιό της από την περιουσία του άντρα της και τα παιδιά της πεινούσαν. Όλα της τα παιδιά, ιδίως ο πατέρας μου Κώστας και ο θείος Σωτήρης, ποτέ δεν ξέχασαν πόσο ζήλευαν τα εξαδέλφια τους που έτρωγαν μεγάλες φέτες ψωμιού αλειμμένες με βούτυρο και μέλι, ενώ εκείνοι πεινούσαν!


Εγώ σήμερα δεν μπορώ να κρίνω τ’ αδέλφια του παππού μου, όμως απορώ πώς μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά του αδελφού τους να πεινούν και να μην τους δίνουν να φάνε, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που είχαν με τη νύφη τους.


Αυτή η συμπεριφορά οδήγησε τη γιαγιά να τους καταγγείλει στο δικαστήριο, για να βρει το δίκιο της. Θεωρήθηκε τότε μέγα σκάνδαλο για την εποχή εκείνη, μια γυναίκα μόνη της να τολμήσει να πάει στο δικαστήριο τους συγγενείς του άντρα της! Ο δικαστής φυσικά ήταν Τούρκος και δικαίωσε τη γιαγιά Έλλη. Αυτό στάθηκε η αιτία που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου! Την κατηγόρησαν οι Πρεβόληδοι ότι πήγε με τον Τούρκο δικαστή, για να κερδίσει τη δίκη. Η γιαγιά μου, μέχρι που πέθανε, το 1969, αρνιόταν επίμονα ότι πήγε με Τούρκο.


Το κακό συνεχίστηκε κι όταν γύρισε ο παππούς από το στρατό. Τα αδέλφια του του μετέφεραν τα γεγονότα από τη δική τους πλευρά και, ενώ η γιαγιά ζητούσε απεγνωσμένα να συναντηθεί μαζί του, να του μιλήσει, δεν τον άφησαν ποτέ να πάει να τη δει. Τελικά χώρισαν. Η γιαγιά όμως πάντοτε έλεγε ότι ήταν Πρεβόλαινα.

Έτσι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι γράφτηκε το γνωστό τραγούδι της, η Ελλη θέλει σκότωμα, στο οποίο παρουσιάζεται μια άπιστη Έλλη, που παράτησε τα παιδιά της για έναν Τούρκο. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα, γιατί είναι πασίγνωστη και η αθωότητα της γιαγιάς μου και η μεγάλη φροντίδα της για τα παιδιά της, αφού έμεινε κοντά τους μέχρι το θάνατό της.


Όλα τα παραπάνω η γιαγιά Έλλη τα εξομολογήθηκε στη μητέρα μου Ζωή, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος και είχε πολύ καλή σχέση μαζί της. «Κόρη μου, θέλω να εξομολογηθώ σε σένα όλη την αλήθεια για όσα με κατηγορούν», της είπε με δάκρυα στα μάτια και της ανέλυσε τα καθέκαστα. Ήταν ολοφάνερο πως την ιστορία με τον Τούρκο αξιωματούχο τη διέδωσε το σόι του παππού μου, από ζήλεια, για να την καταστρέψουν. Η μητέρα μου, μετά από αυτή την εξομολόγηση, την αγάπησε ακόμη περισσότερο και την είχε ως παράδειγμα έντιμης γυναίκας. Τη λυπόταν κιόλας με τα τόσα βάσανα που είχε τραβήξει.


Με το διωγμό του ’22, η Έλλη ήρθε με τα παιδιά της από τα Βουρλά στον Πειραιά, σχετικά εύκολα και χωρίς να δουν όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, την πυρκαγιά και τις σφαγές των Βουρλών, γιατί έφυγαν έγκαιρα, τις πρώτες μέρες της Καταστροφής. Εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, ενώ τα ετεροθαλή αδέλφια της, οι Λαμπρικίδηδες, έμειναν στη Ν. Φιλαδέλφεια.


Ο μεγαλύτερος γιος της, ο πατέρας μου Κώστας (1903-1983), που η γιαγιά τού είχε μεγάλη αδυναμία, ανέλαβε να συντηρεί μητέρα κι αδελφές. Όταν πάντρεψε τις αδελφές του, παντρεύτηκε κι εκείνος και πήρε τη γιαγιά στο σπίτι του. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδιοκτήτης από το 1927 ως το 1968 του ξακουστού κέντρου διασκέδασης «Ο Περιβόλας» της Κοκκινιάς, από το οποίο πέρασε όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές, συνθέτες κι οργανοπαίκτες μας.


Η Ξανθή παντρεύτηκε μ’ έναν Μακρηνό πρόσφυγα, ονόματι Πεκτέση, αλλά δυστύχησε, γιατί το δεκαεφτάχρονο αγόρι της το εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας, 95 χρονών. Η Αλκυόνη παντρεύτηκε κάποιον μάγειρο, λεγόμενο Στυλιανού, και η Στέλλα έναν Ανατολίτη φαρμακοποιό, το Γεωργιάδη. Αυτή έζησε πλουσιοπάροχα, αφού απόχτησε κι εξοχικό σπίτι στην Εκάλη. Ο θείος μου ο Σωτήρης κυνηγήθηκε πολύ στη ζωή του, λόγω των αριστερών του φρονημάτων, κι έκανε πολλά χρόνια στη φυλακή. Τον συντηρούσε περισσότερο ο πατέρας μου και πέθανε σχεδόν νέος, στα 62 του χρόνια.


Επίσης ήρθε στην Ελλάδα και ο παππούς Γιάννης με τους δικούς του κι έμενε μαζί με την αδελφή του στην Κοκκινιά. Τα παιδιά του τα έβλεπε. Έχω φωτογραφία του με τα ρούχα της Πατρίδας, με βράκες και φέσι. Ο παππούς αρρώστησε από ‘’εντερικά’’ και πέθανε γύρω στο 1926, νέος, περίπου 40-45 χρονών. Πριν πεθάνει, ζήτησε από την αδελφή του να ειδοποιήσει τη γυναίκα του Έλλη να πάει να τον δει. Όμως εκείνη δεν ειδοποίησε τη γιαγιά μου, η οποία, όταν το έμαθε μετά από χρόνια, έκλαψε και είπε στους Πρεβολαίους: «Μέχρι εκεί έφτασε η κακία σας, να μη με αφήσετε να μιλήσω με τον άντρα μου, αφού ήταν η τελευταία του επιθυμία!»


Κανένα από τα παιδιά της Ελλης δεν ήθελε να έχει σχέση με το σόι του πατέρα τους. Τους ενοχλούσε ακόμη και μια απλή αναφορά σ’ αυτούς! Θυμάμαι μόνο ότι μετά από πολλά χρόνια εμφανίστηκε ένας ξάδελφός τους, ο Σάββας Περιβόλας, που η κόρη του παντρεύτηκε τον Αρναούτη, υπασπιστή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου.


Η Ελλη, όταν πέρασε πια τα πενήντα της χρόνια, άρχισε να χάνει την όρασή της. Ο πατέρας μου Κώστας την πήγε στον καλύτερο γιατρό της εποχής, αλλά δεν έγινε τίποτε και στο τέλος η γιαγιά έμεινε τυφλή. Πίστευε ότι έχασε την όραση από τα πολλά κλάματα και τις στεναχώριες που πέρασε.


Εγώ τη γνώρισα τυφλή, όμως ήταν η καλή μου η γιαγιά, πάντα γλυκομίλητη, που μου διηγούνταν ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια από την Πατρίδα, στην οποία πάντα περίμενε να γυρίσει. Της λέγαμε ν’ ανοίξει τα μάτια της, να δούμε το χρώμα τους. Ήταν τα ωραιότερα μάτια! Η γιαγιά είχε παραμείνει κοκέτα κι όταν έβγαινε βόλτα με τη μαμά μου, ήταν πάντα καλοντυμένη και περιποιημένη. Πάντως, συχνά μου έλεγε ότι η ομορφιά είναι κατάρα, ίσως γιατί απέδιδε σ’ αυτήν όσα τράβηξε. Δεν ήταν μόνο καλή μάνα και γιαγιά, μα και πεθερά. Αγαπούσε τη μητέρα μου πολύ, έζησε μονοιασμένα μαζί μας 25 χρόνια και στο τέλος μάς έδωσε την ευχή της μέσα από την καρδιά της.


Απεφάσισα να κάνω γνωστά όλα αυτά, γιατί πληροφορήθηκα ότι ακόμα μερικοί ασχολούνται με την ιστορία της Έλλης και μάλιστα δίνουν λανθασμένες πληροφορίες. Νομίζω ότι το οφείλω στη μνήμη της.

Η εγγονή της
Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη
Ρ. Φεραίου 9, Νίκαια


Η Ελλη θέλει σκότωμα – Στίχοι

Η Ελλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί άφησε τον άντρα της
και τα παιδιά της όλα

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

Η Έλλη θέλει σκότωμα
με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της
και πήρε κομισέρη

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

Η Ελλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί ποτέ δεν άκουσε
της μάνας της τα λόγια

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

Εκτελέσεις

Το διάσημο μικρασιάτικο τραγούδι Η Ελλη θέλει σκότωμα , φωνογραφήθηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη από το Γιώργο Βιδάλη και την Ελληνική Εστουδιαντίνα (το φωνογράφησε το 1926 και στην Αθήνα). Η Μαρίκα Παπαγκίκα το φωνογράφησε το 1920 στο Σικάγο και το 1925 στη Νέα Υόρκη με διαφορετικούς στίχους. Στην Αμερική έχει φωνογραφηθεί επίσης από την Αμαλία Βάκα το 1920 και Γιώργο Κατσαρό.

Η Ελλη θέλει σκότωμα, 1920 Σικάγο, Μαρίκα Παπαγκίκα

Η Ελλη θέλει σκότωμα, 1920 Αμερική, Αμαλία Βάκα

Η Ελλη θέλει σκότωμα, 1925 Νέα Υόρκη, Μαρίκα Παπαγκίκα

Η Ελλη θέλει σκότωμα, 1926 Αθήνα, Γιώργος Βιδάλης

Αφήστε μια απάντηση